- τριανταφυλλότοπος
- ο, Ντόπος γεμάτος τριανταφυλλιές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριανταφυλλότοπος — ο εδαφική περιοχή όπου καλλιεργούνται τριανταφυλλιές, ροδόκηπος, ροδότοπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ροδότοπος — ο τριανταφυλλότοπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)